ἀναχωρήσω

ἀναχωρήσω
ἀ̱ναχωρήσω , ἀναχωρέω
go back
aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἀναχωρέω
go back
aor subj act 1st sg
ἀναχωρέω
go back
fut ind act 1st sg
ἀ̱ναχωρήσω , ἀναχωρέω
go back
futperf ind act 1st sg (doric aeolic)
ἀναχωρέω
go back
aor subj act 1st sg
ἀναχωρέω
go back
fut ind act 1st sg
ἀναχωρέω
go back
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
ἀναχωρέω
go back
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • отъити — (939), ОТЪИД|ОУ, ЕТЬ гл. 1.Уйти, удалиться: помажисѧ бл҃гословлениѥмь. ѥго… || …и отъидеши въ домъ свои чистъ. Изб 1076, 23–23 об.; посълахъ съ тъщаниѥмь къ прп(д)бномѹ. не далече ѿшьдъша моѥго домѹ. (ἀπέχοντος) ЖФСт к. XII, 145 об.; и хот˫а… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αποχαιρετίζω — κ. χαιρετώ (AM ἀποχαιρετίζω κ. χαιρετῶ, άω) 1. χαιρετώ κάποιον που φεύγει 2. χαιρετώ προκειμένου ν αναχωρήσω ή ν αποχωρήσω για ύπνο νεοελλ. 1. εγκαταλείπω ή χάνω κάτι για πάντα 2. χαιρετώ ή ασπάζομαι κάποιον νεκρό ή τον οποίο θεωρώ νεκρό. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • μετασκευάζω — (Α μετασκευάζω) μεταβάλλω την κατασκευή ή τη μορφή, μετασχηματίζω, μεταμορφώνω, μεταποιώ αρχ. 1. μεταβαίνω, πηγαίνω κάπου, μετατοπίζομαι 2. (το μέσ.) μετασκευάζομαι i) ανταλλάσσω τη στολή ή τον οπλισμό μου με τη στολή ή τον οπλισμό κάποιου άλλου… …   Dictionary of Greek

  • πανί — και παννί, το 1. λεπτό ύφασμα από λινάρι ή βαμβάκι 2. μικρό τεμάχιο οποιουδήποτε υφάσματος 3. ιστίο πλοίου 4. στον πληθ. τα πανιά α) ειδικά τεμάχια από μαλακό ύφασμα με τα οποία συνήθιζαν να περιτυλίγουν τα μωρά, αλλ. πάνες ή σπάργανα β) το… …   Dictionary of Greek

  • επείγομαι — αμτβ., βιάζομαι, είμαι βιαστικός, είμαι αναγκασμένος να σπεύσω: Επείγομαι να αναχωρήσω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”