отъити — (939), ОТЪИД|ОУ, ЕТЬ гл. 1.Уйти, удалиться: помажисѧ бл҃гословлениѥмь. ѥго… || …и отъидеши въ домъ свои чистъ. Изб 1076, 23–23 об.; посълахъ съ тъщаниѥмь къ прп(д)бномѹ. не далече ѿшьдъша моѥго домѹ. (ἀπέχοντος) ЖФСт к. XII, 145 об.; и хот˫а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αποχαιρετίζω — κ. χαιρετώ (AM ἀποχαιρετίζω κ. χαιρετῶ, άω) 1. χαιρετώ κάποιον που φεύγει 2. χαιρετώ προκειμένου ν αναχωρήσω ή ν αποχωρήσω για ύπνο νεοελλ. 1. εγκαταλείπω ή χάνω κάτι για πάντα 2. χαιρετώ ή ασπάζομαι κάποιον νεκρό ή τον οποίο θεωρώ νεκρό. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
μετασκευάζω — (Α μετασκευάζω) μεταβάλλω την κατασκευή ή τη μορφή, μετασχηματίζω, μεταμορφώνω, μεταποιώ αρχ. 1. μεταβαίνω, πηγαίνω κάπου, μετατοπίζομαι 2. (το μέσ.) μετασκευάζομαι i) ανταλλάσσω τη στολή ή τον οπλισμό μου με τη στολή ή τον οπλισμό κάποιου άλλου… … Dictionary of Greek
πανί — και παννί, το 1. λεπτό ύφασμα από λινάρι ή βαμβάκι 2. μικρό τεμάχιο οποιουδήποτε υφάσματος 3. ιστίο πλοίου 4. στον πληθ. τα πανιά α) ειδικά τεμάχια από μαλακό ύφασμα με τα οποία συνήθιζαν να περιτυλίγουν τα μωρά, αλλ. πάνες ή σπάργανα β) το… … Dictionary of Greek
επείγομαι — αμτβ., βιάζομαι, είμαι βιαστικός, είμαι αναγκασμένος να σπεύσω: Επείγομαι να αναχωρήσω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)